βάψει

βάψει
βάπτω
dip
aor subj act 3rd sg (epic)
βάπτω
dip
fut ind mid 2nd sg
βάπτω
dip
fut ind act 3rd sg
βάψις
dipping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βάψεϊ , βάψις
dipping
fem dat sg (epic)
βάψις
dipping
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • σουρμελής — Επώνυμο ατόμων από τις Σαράντα Εκκλησίες της Θράκης, που ζούσαν σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου. 1. Γεώργιος. Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα στην ξηρά και στη θάλασσα, όπου διακρίθηκε για τη μαχητικότητά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”